χαμοσάμπουκος — ο, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού πολυετούς ποώδους φυτού Sambucus ebulus τού γένους σαμπούκος, που απαντά αυτοφυές στην Ελλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χάμω (βλ. λ. χαμ[αι] ) + σαμπούκος] … Dictionary of Greek
ακταία — (actaea). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουνκουλιδών, με δύο μόνο είδη, ιθαγενή της Ευρώπης, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. Το πρώτο, η α. η σταχυανθής, φυτρώνει και στα δάση της βόρειας Ελλάδας.… … Dictionary of Greek
κάνωπον — κάνωπον, τὸ (Α) το άνθος τού φυτού μαύρος σαμπούκος, αλλ. κουφοξυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
σαμβούκος — ο, Ν βοτ. βλ. σαμπούκος … Dictionary of Greek
χαμαιάκτη — η, ΝΜΑ λόγια, σήμερα, ονομασία τού φυτού Sambucus nigra τού γένους σαμπούκος, κν. γνωστού ως κουφοξυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + ἀκτέα / ἀκτῆ «είδος φυτού»] … Dictionary of Greek
δικοτυλήδονα ή δικότυλα — Κλάση φυτών (ανθόφυτα ή φανερόγαμα) με ωοκύτταρα που βρίσκονται μέσα σε ωοθήκη. Αντίθετα από τα μονοκοτυλήδονα, των οποίων οι καρποί αποτελούνται από μία κοτυληδόνα, τα δ. έχουν καρπούς ή σπέρματα με δύο κοτυληδόνες. Στα δ. ανήκουν, για… … Dictionary of Greek